συντηροῦνται

συντηροῦνται
συντηρέω
keep
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
συντηρέω
keep
pres ind mp 3rd pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αγγουραρμιά — η άρμη μέσα στην οποία συντηρούνται τα αγγουράκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + άρμη] …   Dictionary of Greek

  • αγελαδοστάσι — το το μέρος όπου εκτρέφονται και συντηρούνται αγελάδες, βουστάσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + στάσι] …   Dictionary of Greek

  • αεροπλανοφόρο — Πολεμικό πλοίο του οποίου οι εγκαταστάσεις επιτρέπουν την απογείωση, την προσγείωση, τον ανεφοδιασμό και τη μεταφορά αεροπλάνων, τα οποία απαλλάσσονται έτσι από τους περιορισμούς δράσης στους οποίους υπόκειται η αυτονομία τους. Πριν από τον Α’… …   Dictionary of Greek

  • γλίνα — η (Μ γλίνη) 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα… …   Dictionary of Greek

  • διάλυμα — Ομογενές μείγμα δύο ή περισσότερων συστατικών. Τα δ. μπορεί να είναι υγρά (στερεό, υγρό ή αέριο σε υγρό), στερεά (στερεό σε στερεό, όπως π.χ. τα κράματα, ή και αέριο σε στερεό) και αέρια μείγματα. Το δ. αποτελείται από τον διαλύτη που είναι η… …   Dictionary of Greek

  • επαίτης — ο (AM ἐπαίτης, θηλ. ἐπαῑτις») [επαιτώ] ζητιάνος, ζήτουλας, διακονιάρης μσν. νεοελλ. «μοναχοί ἐπαῑτες ἤ Τάγματα τῶν Ἐπαιτῶν» μοναχικά τάγματα που ιδρύθηκαν κατά τον 13ο αιώνα και συντηρούνται με τις ελεημοσύνες τών πιστών …   Dictionary of Greek

  • ζωολογικός — ή, ό [ζωολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωολογία ή στα ζώα («ζωολογική πραγματεία») 2. αυτός που περιέχει ζώα ή αυτός στον οποίο συντηρούνται ζώα, ζωντανά ή ταριχευμένα («ζωολογικό μουσείο», «ζωολογικός κήπος» κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ιπποτροφείο — το (Α ἱπποτροφεῑον) [ιπποτρόφος] τόπος όπου συντηρούνται ίπποι για αναπαραγωγή και βελτίωση τού είδους, ιπποφορβείο …   Dictionary of Greek

  • ψυγείο — Bλ. λ. ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. * * * το / ψυγεῑον, ΝΑ νεοελλ. 1. συσκευή ή ειδικός χώρος που ψύχεται με τη βοήθεια ηλεκτρικού μηχανισμού και όπου συντηρούνται ευαλλοίωτα τρόφιμα και άλλα προϊόντα 2. (ιδίως παλαιότερα) ειδικό έπιπλο για τον… …   Dictionary of Greek

  • Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”